Η μουριά δίπλα στο ποτάμι

της Ilsa Lund

Έβρεχε όλο το βράδυ. Η βροχή ακουγόταν στο μπαλκόνι, ασταμάτητος πυροβολισμός πάνω στη τσίγκινη λαμαρίνα, προστασία για τα περιστέρια, και δεν τον άφησε να κοιμηθεί, μόνο στριφογύριζε με αναστεναγμούς, μέχρι τις εξήμισι που χτύπησε το ξυπνητήρι. Σηκώθηκε ανακουφισμένος, η γυναίκα του δεν ένιωσε ούτε μια σφαίρα, γιατί κοιμόταν με τα χέρια ανοιχτά πάνω από το κεφάλι της, ροχαλίζοντας ατάραχη. Ακολούθησε την ίδια διαδρομή πρώτα δεξιά, τουαλέτα, και μετά ευθεία, διάδρομος, καφές, τσιγάρο στο μπαλκόνι, μισός κάτω από την κουπαστή της πόρτας, κοιτάζοντας το στραβό κομμάτι ουρανό που περίσσευε στον τυφλό δρόμο, με πέντε – έξι διαφορετικές στρώσεις μαύρου. Στις επτάμισι βρισκόταν στο αυτοκίνητό του, ένα γκρι Οpel Corsa ,και ξεκίνησε τη διαδρομή για το κεντρικό κτήριο της διοίκησης. Πλησιάζοντας προς το κέντρο της πόλης, πήρε τη δεξιά στροφή που τον έβγαλε στο δρόμο δίπλα στο ποτάμι, γιατί εκεί πάντα έβρισκε χώρο για πάρκιν και μάλιστα επιδίωκε τη θέση κάτω από μια μουριά, που το καλοκαίρι τού εξασφάλιζε σκιά, και το χειμώνα, δεν ήξερε, αλλά εξακολουθούσε πάντα να το βάζει εκεί, εξάλλου πια ήταν το μέρος του. Όμως εκείνο το πρωί είδε με έκπληξη αρχικά και μετά με οργή που δεν ταίριαζε, όχι δεν ταίριαζε καθόλου, ούτε για το κατάλληλο της ώρας και πολύ περισσότερο της θέσης, το συνεργείο του δήμου να κόβει τη μουριά.  Σταμάτησε μπροστά στον πρώτο εργάτη που είδε και βραχνιασμένος, γιατί κόβετε το δέντρο, το χάλασμα θα πέσει και ο εργολάβος ζήτησε από το δήμο να κοπεί. Είναι εμπόδιο, είπε ο εργάτης κουκουλωμένος στο πορτοκαλί αδιάβροχο, ίσα που τον κοίταξε και συνέχισε να πετάει τα κομμένα κλαδιά στην καρότσα με ρυθμό δύο τετάρτων, λες και στο μυαλό του άκουγε εμβατήριο. Μια αλλαγή της θέσης σήμαινε μια ολόκληρη στροφή προς τα πίσω, γιατί εκεί που τέλειωνε η μουριά, τέλειωνε και ο δρόμος, έμπαινε στον κεντρικό, όπου δεν υπήρχε περίπτωση να βρει χώρο. Ξαναβρέθηκε στον ίδιο δρόμο μετά από λίγα λεπτά, ενώ είχε αρχίσει να νιώθει τον πονοκέφαλο να ξεκινά, επειδή κάθε βράδυ έπινε ένα μπουκάλι ρετσίνα μόνος του, μέχρι τις τρεις, γιατί αγαπούσε τη νύχτα και ήταν η μόνη ώρα που θυμόταν πως είχε μέλλον και έκανε σχέδια ξεκινώντας πρώτα από μικρές αλλαγές στο σπίτι, όπως το κλουβί για τα πουλιά, το βάψιμο του μπαλκονιού, το χωράφι του πατέρα του στο χωριό που ήθελε να το φυτέψει με λάιμ, αλλά μετά ξέφευγε και το μέλλον γινόταν ανήσυχο, γίνονταν ταξίδια, μόνος με γλυκές γυναίκες να χορεύουν μαζί του, κάτι παραδεισένια πουλιά που τα τάιζε στο χέρι, και ένα καλό κουστούμι σαν αυτό που φορούσε ο Έλιοτ Νες στους Αδιάφθορους. Βρήκε μια θέση διακόσια μέτρα πίσω και εκνευρισμένος κατέβηκε, κλείδωσε και έκανε τον καθημερινό πρωινό έλεγχο του αμαξιού, καθρέφτες, αριστερή πόρτα, ρόδες. Το κύκλωσε και ξαναβρέθηκε μπρος την πόρτα του οδηγού, κοίταξε μέσα και προχώρησε λοξά, στο κέντρο του δρόμου με το κεφάλι προς τα πίσω συνεχίζοντας να κοιτάζει το αυτοκίνητο του, κάθε πρωί με την ίδια αγωνία, σαν να το άφηνε απροστάτευτο όπως τα πουλιά του αν είχε ξεχάσει ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού. Διάολε, ήταν η μοναδική του περιουσία, ήταν το Chrysler του.
Η βροχή δε σταμάτησε να πέφτει, ίδια, λες και είχε αποφασιστεί ο χρόνος των σταγόνων να τρέχουν με σταθερή ταχύτητα και όγκο και το σύννεφο που απλώνονταν πάνω από την πόλη,είχε κάτσει ακίνητο, γιατί δεν υπήρχε αέρας να το σπρώξει, έπρεπε να αδειάσει πρώτα και ύστερα να χαθεί, να διαλυθεί, άγνωστο πότε. Πλησίαζε προς την ακρωτηριασμένη μουριά όταν θυμήθηκε το χαρτοφύλακα στη θέση του συνοδηγού, που από την ταραχή του αφέθηκε στο κάθισμα. Ο πονοκέφαλος ανέβηκε μια σκάλα , και με γρήγορο βήμα έκανε στροφή και πλησίασε το αμάξι. Ο γαλάζιος χαρτοφύλακας ξεχώριζε, πως δεν τον είχε δει , το κλειδί μπήκε στην κλειδαριά , όμως η πόρτα δεν άνοιξε, ξαναπροσπάθησε. Γρήγορα πήγε στην πόρτα του πορτμπαγκάζ, το κλειδί έμπαινε αλλά η ασφάλεια δεν σηκώθηκε, έκανε την ίδια κίνηση ξανά και ξανά. Κοίταξε το κλειδί που έσταζε όπως και το χέρι του, λες και το παρατηρούσε πρώτη φορά, πήγε από τη μεριά του συνοδηγού γελώντας νευρικά και βρίζοντας τη μέρα, ήταν Τρίτη, ξέροντας από πριν ότι δεν είχε καμιά ελπίδα να μπει στο αμάξι του και έσπρωξε το κλειδί βίαια, μέχρι που το κλικ που άκουσε ήταν το σπασμένο μέρος του που του έμεινε στο χέρι . Κλώτσησε τη ρόδα και ένιωσε το λάστιχο να του ανταποδίδει την κλωτσιά τόσο που πόνεσε ο αστράγαλος και γύρισε το κεφάλι φτύνοντας κάτω . Η ομπρέλα του ήταν εμπόδιο πια και την πέταξε στο καπό του αμαξιού με δύναμη, αυτή τινάχτηκε στο τζάμι και η βροχή την κόλλησε στο παρμπρίζ, όμως αυτός είχε ήδη πάρει το δρόμο προς τη δουλειά του χωρίς να ξανακοιτάξει πίσω . Λίγα λεπτά μετά βρέθηκε για δεύτερη φορά μπροστά από το φορτηγό που είχε γεμίσει με τα μισά κλαδιά, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του κορμού στέκονταν άκοπο. Είδε ξανά τον εργάτη που του είχε μιλήσει πριν από ώρα και του φάνηκε σαν να είχαν περάσει χρόνια, ήταν σε άλλο βιβλίο γραμμένη η ζωή του και τώρα άλλαζε τόμο, το αφήσατε μισό και φεύγετε αλήτες, κοίτα τη δουλειά σου μπάρμπα, δεν έβρισκε τάχα χώρο ο εργολάβος, στην άκρη ήταν το δέντρο, κόπανοι. Τι θες, δίνε του, ενοχλείς. Χάσου, ρε Νεάντερνταλ, είπε ο οδηγός βγάζοντας το κεφάλι έξω από το παράθυρο. Είχε καιρό να ακούσει αυτή τη λέξη και θυμήθηκε κάτι ντοκιμαντέρ με τους πρωτόγονους να τραβούν κομμάτια από θηράματα στη σπηλιά που ήταν ζεστή από τη φωτιά, σχέδια στους βράχους με όμορφα ζώα να τρέχουν, μετά θυμήθηκε τον εαυτό του και τα μαύρα μαλλιά του που ξεκινούσαν λίγο πάνω από τα φρύδια του, τη φαρδιά του μύτη και έπειτα τον Νες , ψηλό, ξανθό, με το όπλο προτεταμένο μπροστά και το σακάκι του να ανεμίζει από τον αέρα, που τώρα τον είχε πολύ ανάγκη. Έσκυψε και έπιασε το πρώτο κλαδί που βρήκε μπροστά του και έτυχε να είναι κοντό και χοντρό, χωρίς φύλλα, γιατί ήταν Γενάρης και με μια πολύ γρήγορη κίνηση, και με τα δυο χέρια, το κατέβασε στο πρόσωπο του εργάτη που πρόλαβε να σκύψει λοξά και να αποφύγει το χτύπημα. Εκείνοι ήταν πολλοί, δεν ήταν δύσκολο να τον σταματήσουν πριν προλάβει να ξανακάνει την ίδια κίνηση και να τον σύρουν ως στο φορτηγό, καλώντας την αστυνομία. Έτσι και αλλιώς ήταν ήρεμος πια και στον εισαγγελέα υπηρεσίας, που ήταν μια μελαχρινή νεαρή κοπέλα, είπε πως έπρεπε να τον αφήσουν γιατί μόνο αυτός ήξερε να ταΐζει τα πουλιά και εξάλλου δεν έκανε τίποτα, απλώς δεν πρόλαβε τη θέση του στο αμάξι, δε πρόλαβε το δέντρο, ούτε τη βροχή. Σκέφτηκε κάτι και για τη ζωή του, αλλά αυτό το κράτησε μέσα του.

Σχολιάστε