Ο Κουίντ

της Μάρθας Λυρώνη

Αυτός ο κύριος -που συνήθιζε να μη σκεπάζει το κεφάλι του με καπέλο, αν και κάτι τέτοιο επιβάλλεται σε τζέντλεμεν και μπάτλερ- εμφανίστηκε απότομα μπροστά στον Μάιλς, ο οποίος, ως νεαρός κύριος του Μπλάι, φρόντιζε με κάθε πράξη του να υπενθυμίζει σε όλους τη δική του θέση και τη θέση των άλλων. Ο κ. Κουίντ όμως, αυτός ο ψηλόλιγνος άντρας με την τριγωνική γνάθο και τις μαύρες φαβορίτες, κατάφερνε, είχε τον τρόπο, να βάζει τον μικρό σε τάξη. Καθόλου δεν άρεσε αυτό στον Μάιλς -αν και δε γνωρίζω να σας πω ποιες, αμφίβολες, μεθόδους εφάρμοζε ο μπάτλερ, ασφαλώς αντιπαιδαγωγικές και καθόλου αρμόζουσες για το Μπλάι ή για τη θέση του παιδιού. Διότι, μπορεί να ήταν παιδί, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, επρόκειτο για τον νεαρό κύριο, του οποίου την κηδεμονία είχε αναλάβει ο θείος του, μολονότι είχε ζητήσει να μην τον ενοχλούν διά τα ζητήματα αυτά, και πρέπει να ομολογήσω πως επανειλημμένως είχα βρεθεί στο δίλημμα να παρακούσω τις οδηγίες του εργοδότη μας και να τον ενοχλήσω για να τον ενημερώσω. Το απόγευμα στη μεγάλη σάλα η μικρή Φλόρα έπαιζε μονάχη, ο νεαρός κύριος διάβαζε απρόθυμα, εγώ καθόμουν με το κέντημά μου δίπλα στο τζάκι και απολάμβανα επιτέλους λίγη ησυχία. Δεν κατάλαβα πότε – σε καμία περίπτωση δεν τον αφήνω από τα μάτια μου, εγώ φέρω την αποκλειστική ευθύνη για τα παιδιά, και γνωρίζοντας πώς ο Μάιλς έψαχνε ευκαιρίες, στη φύση των παιδιών είναι η αταξία άλλωστε, φρόντιζα πάντα να βρίσκεται υπό την επίβλεψή μου, ο νεαρός κύριος- καθώς σήκωσα το βλέμμα, είχε ξεγλιστρήσει από το δωμάτιο. Διατήρησα την ψυχραιμία μου, πού θα μπορούσε άλλωστε να πάει, έξω έβρεχε, αλλά παρόλα αυτά, πριν βγω από το δωμάτιο, κοίταξα έξω στο μπαλκόνι. Από τη μεγάλη σάλα, στα ανατολικά της έπαυλης, μπορούσες να δεις όλο τον κήπο, οι αστραπές φώτιζαν το Μπλάι, αλλά ευτυχώς, σκέφτηκα, ο Μάιλς δεν είχε βγει έξω. Όμως, καθώς έστρεφα το βλέμμα μου προς τη μισάνοιχτη πόρτα για να ξεκινήσω την έρευνά μου, μία σκιά, μία σιλουέτα νυχτερινή και, ομολογώ τρομακτική μες στην καταρρακτώδη βροχή, έκανε την εμφάνισή της στο δυτικό πύργο. Σκέφτηκα ότι ίσως οι αστραπές -αυτά τα φυσικά φαινόμενα που πολύ μελετάμε με τα παιδιά και που μαθαίνουμε να εξηγούμε με τη λογική- αυτές οι αστραπές ίσως με είχαν παραπλανήσει, μες στη βροχή είναι εύκολο να ξεγελαστεί το ανθρώπινο μάτι, πόσω μάλλον όταν αυτό το μάτι ετοιμάζεται να παραδοθεί στη λαίλαπα του πανικού. Έμεινα να κοιτώ, μήπως δω κάποιο σημάδι που να επιβεβαίωνε -κι αυτό φυσικά το απευχόμουν- ή να κατέρριπτε την ανησυχία μου, δεν γνωρίζω πώς να το εξηγήσω, αλλά μία παιδαγωγός, μία ευσυνείδητη παιδαγωγός είναι σαν μητέρα, και σαν μητέρα λειτουργεί ενστικτωδώς. Τότε –σαν η καταιγίδα να συμμαχούσε μαζί μου συμμεριζόμενη την αγωνία μου- ένας κεραυνός χτύπησε πολύ κοντά στον δυτικό πύργο και η απειλητική φιγούρα εμφανίστηκε ξανά. Ασφαλώς τώρα που ανακαλώ το φρικιαστικό συμβάν, δε θα μπορούσε να ήταν ο νεαρός κύριος, η καρδιά όμως της τροφού, που ανησυχεί και λειτουργεί σαν μητέρας, όπως σας είπα, θόλωσε τη σκέψη, και μαζί με τον φόβο, που κι εκείνος δεν αποτελεί καλό σύμβουλο, μ’ έβγαλαν από το δωμάτιο. Άφησα τη Φλόρα στο πάτωμα να προσφέρει στις κούκλες της τσάι και να ανταλλάσσει φιλοφρονήσεις μαζί τους, άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα στο διάδρομο. Έμοιαζε ατελείωτος, φοβόμουν ότι δε θα προλάβω, ότι θα γλιστρήσει ο Μάιλς στη βροχή, ίσως ο επόμενος κεραυνός να χτυπούσε απευθείας προς τον δυτικό πύργο και τότε, Θεέ μου, τι συμφορά θα μας έβρισκε. Την ευθύνη την έφερα εγώ, και είναι γνωστό πως στα αγόρια δεν αρέσει πολύ να περιορίζονται σε ένα χώρο με μία δραστηριότητα, τα αγόρια από τη φύση τους θέλουν να εξερευνήσουν, στο χέρι μου ήταν να του προσφέρω εγώ όλα όσα αποζητούσε, για να μη χρειαστεί ο νεαρός κύριος να κάνει αταξίες. Βρέθηκα στον πάνω όροφο, κι όλα γύριζαν, σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός, και το θυμάμαι σαν να ‘ταν τώρα, είπα στον εαυτό μου ότι έπρεπε να συνέλθει, αυτό το γυναικείο κι ευαίσθητο σώμα έπρεπε να ατσαλώσει για να τον σώσει, δεν προσήκε σε μία παιδαγωγό να χάνει την ψυχραιμία της ή τα λογικά της. Και είναι αλήθεια, δε σκέφτηκα ούτε μία στιγμή να φωνάξω βοήθεια -όχι από εγωισμό, όχι επειδή ήθελα να γίνω η σωτήρας του νεαρού κυρίου, αλλά ούτε από παράλειψη- δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι. Ο κ. Κουίντ με είχε ενημερώσει νωρίτερα πως ήθελε να επισκεφτεί την πόλη, για τη χρωστούμενη βραδινή έξοδο του μήνα, και φυσικά, –δεν φανταζόμουν τι μου επεφύλασσε η βραδιά– συμφώνησα, και η κα Γκρόουζ είχε φύγει από την προηγούμενη μέρα, να επισκεφτεί την άρρωστη αδερφή της, που τόσο καιρό κι εκείνη περίμενε να παρουσιαστεί η ευκαιρία να επιδείξει την αδελφική της συμπαράσταση. Όσο σκεφτόμουν αυτά, είχα φτάσει στις απότομες σκάλες που οδηγούσαν στον δυτικό πύργο και είδα την καταπακτή ανοιχτή, αγέρας, κρύο και βροχή ορμούσαν απειλητικά προς το σπίτι -τόσο μανιασμένη καταιγίδα μόνο κακά μαντάτα θα μπορούσε να φέρει. Πήρα βαθιά ανάσα κι άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες, πρώτα στηριζόμενη στα χέρια και μετά φέρνοντας κοντά και τα πόδια, για να μη χάσω την ισορροπία μου -θα ήταν όλεθρος αν πάθαινα κάτι εκείνη τη στιγμή. Η βροχή, -όχι, δεν το φαντάστηκα, το ένιωσα- σαν να ήθελε να με διώξει, μαστίγωνε το πρόσωπό μου κι ο αέρας σύμμαχός της μ’ έσπρωχνε και πάγωνε το δέρμα μου, σαν να ήθελαν και τα δύο στοιχεία -και ξέρω ότι αυτό που σας γράφω ακούγεται παράλογο, δεν εξηγείται με λογική- σαν να ήθελαν να μην ανέβω, να μη σώσω τον μικρό κύριο Μάιλς. Το σιδερένιο στήριγμα της καταπακτής, που όλη αυτήν την ώρα κρατούσε το πέρασμα ανοιχτό, ξεκόλλησε, έπεσε καταπάνω μου, ευτυχώς με βρήκε στον ώμο, δε μου άνοιξε πληγή, ο πόνος φυσικά σε μία άλλη περίπτωση θα ήταν αβάσταχτος, αλλά βρισκόμουν στην πιο σημαντική αποστολή της ζωής μου, -έπρεπε εγώ να σώσω τον νεαρό κύριο Μάιλς. Τότε ήταν που πίστεψα ότι ακόμη και το σπίτι είχε συνταχτεί εναντίον μου, και πείσμωσα περισσότερο, τα χέρια μου έφτασαν έξω και κατάφερα να σταθώ πάνω στην έπαλξη, σκεπάζοντας το πρόσωπό μου με το σάλι μου, για να προστατευτώ, άρχισα να φωνάζω τον Μάιλς, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Προχώρησα προς το σημείο που νόμιζα ότι είχα δει τον νεαρό κύριο, στην πλευρά του κήπου και συνέχισα να φωνάζω το όνομά του, Χριστέ μου, μου φάνηκε σαν αιώνας, όταν επιτέλους τον είδα. Ήταν βρεγμένος ολόκληρος, δεν ήθελα να τον επιπλήξω, μου αρκούσε που τον είχα βρει, το ένστικτό μου με δικαίωσε, εκείνος ήταν, αν και πραγματικά, το ύψος του ίσα που ξεπερνάει το ύψος της έπαλξης, και δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί ήμουν σίγουρη πως από το παράθυρο είχα δει τον Μάιλς να κοιτάει προς τα κάτω. Δεν βρισκόμουν σε θέση να επιλύσω το μυστήριο, δεν είχε σημασία, ο μικρός Μάιλς βρισκόταν στην αγκαλιά μου, τον έσφιγγα, τον χάιδευα, του μιλούσα τρυφερά, σαν τη μητέρα του που μόλις είχε επιστρέψει έπειτα από μακρά απουσία. Εκείνος ατάραχος, σίγουρα στεκόταν αρκετή ώρα στη βροχή, δεν ξέρω πότε είχε διαφύγει της προσοχής και ακριβώς τι διάρκεια είχε η έκθεσή του στην καταιγίδα, όμως δεν έτρεμε, δεν κρύωνε, ήταν ήρεμος και ζεστός, σαν να είχε σηκωθεί μόλις από τον ύπνο, ή σαν είχε παίξει στον κήπο ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι. Κι ενώ τον φιλούσα και τον καθησύχαζα, έφυγε, αποκολλήθηκε από την αγκαλιά μου, και γύρισε πάλι στο σημείο που τον είχα βρει, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και κοιτούσε προς τα κάτω, προς τον κήπο. Τύλιξα γερά το σάλι μου και πλησίασα στην άκρη να δω αυτό που τόσο απορροφούσε την προσοχή του νεαρού κυρίου, αυτό για το οποίο ήταν πρόθυμος να δέχεται τα μαστιγώματα της βροχής, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να ήθελε κι η καταιγίδα να διατρανώσει τους άθλους της και να με περιγελάσει, χτύπησε ένας κεραυνός και μέσα σ’ όλη του λάμψη μού παρουσίασε το αποτρόπαιο, το φρικιαστικό θέαμα, εκεί κάτω στον κήπο. Μία ψηλόλιγνη φιγούρα, με το πρόσωπο στο χώμα, κειτόταν ακίνητη, σαν σπασμένο παιδικό παιχνίδι.

Σχολιάστε