της Μάρθας Λυρώνη
Κοιτούσε τα λευκά χοντρά δάχτυλά του και τα καθαρά νύχια του. Η παλάμη του είχε μαλακώσει, οι αυλακώσεις είχαν επιστρέψει. Ένιωθε το ανάγλυφο, καθώς περνούσε τον αντίχειρά του πάνω από κάθε δάχτυλο χωριστά. Από δώδεκα χρονώ στο μεροκάματο, τα χέρια που σκάρωναν αυτοσχέδιες σβούρες και μύλους, 40 χρόνια σκάλιζαν μηχανές, μαύρισαν τα νύχια του στο συνεργείο, βενζίνη και μουτζούρα. Περήφανη μυρωδιά, με τον ιδρώτα του συντηρούσε τη μάνα του και τον αδερφό του, και μετά τη δική του οικογένεια. Όταν πρωτοάνοιξε το μαγαζί, νύχτα έφευγε, νύχτα γύριζε. Συνέχεια