Του μάστορα

της Μάρθας Λυρώνη

Κοιτούσε τα λευκά χοντρά δάχτυλά του και τα καθαρά νύχια του. Η παλάμη του είχε μαλακώσει, οι αυλακώσεις είχαν επιστρέψει. Ένιωθε το ανάγλυφο, καθώς περνούσε τον αντίχειρά του πάνω από κάθε δάχτυλο χωριστά. Από δώδεκα χρονώ στο μεροκάματο, τα χέρια που σκάρωναν αυτοσχέδιες σβούρες και μύλους, 40 χρόνια σκάλιζαν μηχανές, μαύρισαν τα νύχια του στο συνεργείο, βενζίνη και μουτζούρα. Περήφανη μυρωδιά, με τον ιδρώτα του συντηρούσε τη μάνα του και τον αδερφό του, και μετά τη δική του οικογένεια. Όταν πρωτοάνοιξε το μαγαζί, νύχτα έφευγε, νύχτα γύριζε. Συνέχεια

Η Κλέφτρα

της Κλαίρης Καμπάνη

Η μεγάλη συρταριέρα άφηνε τα ρούχα του να φαίνονται ακατάστατα, ενώ κάποια μικρά συρταράκια παραδίπλα ήταν κλειστά. Έριξα μια κλεφτή ματιά στον γέρο πριν τραβήξω το μπρούτζινο χερούλι από το πρώτο συρταράκι. Ήταν κλειδωμένο. Το ίδιο και το δεύτερο αλλά και το τρίτο. «Σκατά», ψιθύρισα. Έψαξα στην αρχή με τα ακροδάχτυλα μου στα πλαϊνά τμήματα της συρταριέρας, από πάνω και πίσω, έπειτα χρησιμοποίησα όλη μου την παλάμη μήπως καταφέρω και βρω το κλειδί. «Δεν μπορεί όλοι αυτοί οι γέροι κάπου κοντά τα κρύβουν», σκέφτηκα. Ένιωθα τους λεπτούς και κολλώδεις ιστούς που οι αράχνες είχαν στήσει επιδέξια να μπλέκονται στα κοκαλιάρικα χέρια μου και έπειτα να πασπαλίζονται με σκόνη και φουσκωμένο σοβά που ξεκολλούσε από τον τοίχο. Γονάτισα και έγειρα το κεφάλι μου. Ήταν σκοτεινά. Τέντωσα το χέρι μου. Συνέχεια