Εσύ φταις για όλα

της Μαρίας Μπατή

Ξυπνάς από μια έντονη διάθεση να ξεράσεις. Πρέπει να τρέξεις γρήγορα στην τουαλέτα, χωρίς να ανάψεις καν το φως, άλλωστε το σκοτάδι δεν είναι πυκνό, ο δρόμος κάτω έχει πολλά φώτα. Τρέχεις, νομίζεις ότι δεν θα προλάβεις, μα προλαβαίνεις. Πλένεις το πρόσωπό σου, και βρέχεις και τα μαλλιά σου. Προσπαθείς να πάρεις μια βαθιά ανάσα, αλλά η κατάστασή σου δεν βελτιώνεται. Τι σου συμβαίνει αναρωτιέσαι και γυρνάς στο σαλόνι, καμία επιθυμία να πας για ύπνο. Προσπαθείς να θυμηθείς τι έγινε χθες το βράδυ. Θυμάσαι το τρομερό κρύο που είχε εχθές και την απόφαση σου να μην βγεις έξω. Ο γκόμενος που γνώρισες προχθές, αυτό ο περίεργος τύπος που μάλλον πάσχει από εμμονή πως κάποιος θέλει το κακό του, χτύπησε το κουδούνι κι εσύ άνοιξες πριν καταλάβεις ποιος είναι. Το μετάνιωσες βέβαια όταν τον είδες στην πόρτα αλλά ήταν αργά. Θυμάσαι, ο τύπος μπήκε ορμητικά μέσα και σ’ άρπαξε στην αγκαλιά του προσπαθώντας να σε φιλήσει, έκπληκτη προσπάθησες να τον σπρώξεις μα η δύναμη του τεράστια. Ξαφνικά ο τύπος μαλάκωσε και έγινε ευγενικός, όπως τον είχες γνωρίσει προχθές και σε είχε γοητεύσει. Συνέχεια

Χωρισμός

Τριτοπρόσωπος αφηγητής,
εναλλαγή ανάμεσα σε δύο κεντρικά πρόσωπα,
σκηνή χωρισμού

της Μαρίας Παπαδάκη

Της έδωσε ραντεβού στο ίδιο μπαρ που γνωρίστηκαν. Το σπίτι του Νάσου δεν ήταν το καταλληλότερο για να της πει να χωρίσουν. Στον ίδιο όροφο έμεναν κι άλλοι μεγαλοδικηγόροι, κι επειδή την είχε ικανή για όλα, προτίμησε έναν δημόσιο χώρο για να περιορίσει τις αντιδράσεις της. Τον είχε πιάσει τρόμος. Ήταν δειλός, κάθε φορά που διαχειριζόταν τις σχέσεις του με τις γυναίκες. Περπατούσε με τα πόδια να στρέφονται ελαφρώς προς τα μέσα. Του συνέβαινε κάθε φορά. Η εσωστρέφειά του τον τύλιγε σαν ψάρι στο χαρτί και δεν μπορούσε να κουνήσει. Πού να το φανταζόταν κανείς ότι ο μεγαλοδικηγόρος με τις τεράστιες επιτυχίες γινόταν ένα ανθρωπάκι σκυθρωπό και ζαρωμένο όταν είχε να κάνει με το άλλο φύλο, πόσο μάλλον με τη Βίκυ. Έβαλε κι αυτό το απαίσιο πουκάμισο με τα μεγάλα καρό κι έφερε τον εαυτό του σε ακόμα δυσμενέστερη θέση.  Συνέχεια

Του μάστορα

της Μάρθας Λυρώνη

Κοιτούσε τα λευκά χοντρά δάχτυλά του και τα καθαρά νύχια του. Η παλάμη του είχε μαλακώσει, οι αυλακώσεις είχαν επιστρέψει. Ένιωθε το ανάγλυφο, καθώς περνούσε τον αντίχειρά του πάνω από κάθε δάχτυλο χωριστά. Από δώδεκα χρονώ στο μεροκάματο, τα χέρια που σκάρωναν αυτοσχέδιες σβούρες και μύλους, 40 χρόνια σκάλιζαν μηχανές, μαύρισαν τα νύχια του στο συνεργείο, βενζίνη και μουτζούρα. Περήφανη μυρωδιά, με τον ιδρώτα του συντηρούσε τη μάνα του και τον αδερφό του, και μετά τη δική του οικογένεια. Όταν πρωτοάνοιξε το μαγαζί, νύχτα έφευγε, νύχτα γύριζε. Συνέχεια

Η Κλέφτρα

της Κλαίρης Καμπάνη

Η μεγάλη συρταριέρα άφηνε τα ρούχα του να φαίνονται ακατάστατα, ενώ κάποια μικρά συρταράκια παραδίπλα ήταν κλειστά. Έριξα μια κλεφτή ματιά στον γέρο πριν τραβήξω το μπρούτζινο χερούλι από το πρώτο συρταράκι. Ήταν κλειδωμένο. Το ίδιο και το δεύτερο αλλά και το τρίτο. «Σκατά», ψιθύρισα. Έψαξα στην αρχή με τα ακροδάχτυλα μου στα πλαϊνά τμήματα της συρταριέρας, από πάνω και πίσω, έπειτα χρησιμοποίησα όλη μου την παλάμη μήπως καταφέρω και βρω το κλειδί. «Δεν μπορεί όλοι αυτοί οι γέροι κάπου κοντά τα κρύβουν», σκέφτηκα. Ένιωθα τους λεπτούς και κολλώδεις ιστούς που οι αράχνες είχαν στήσει επιδέξια να μπλέκονται στα κοκαλιάρικα χέρια μου και έπειτα να πασπαλίζονται με σκόνη και φουσκωμένο σοβά που ξεκολλούσε από τον τοίχο. Γονάτισα και έγειρα το κεφάλι μου. Ήταν σκοτεινά. Τέντωσα το χέρι μου. Συνέχεια