Καληνύχτα, Χαραλαμπόπουλε

της Λίλας Καραλή

Μπαίνοντας στο κελί του είδε κάτι να προεξέχει κάτω από το  μαξιλάρι του κρεβατιού. Δεν ήταν το βιβλίο του, αυτό το είχε αφήσει πάνω στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι κι εκεί ήταν ακόμα. Κάθισε στο κρεβάτι και περίμενε τον φρουρό να κλείσει την πόρτα. Προσπάθησε να μην σκέφτεται την πιθανότητα στην οποία πήγε αμέσως ο νους του, φοβούμενος παράλογα μην ξεγλιστρήσει η σκέψη του και αποκαλυφθεί σε λάθος άνθρωπο. Τέντωσε τα χέρια του μπροστά και στη συνέχεια πάνω από το κεφάλι πνίγοντας έναν αναστεναγμό που η νευρικότητα μεταμόρφωσε σε αμήχανο χασμουρητό. Κοίταξε κλεφτά προς τον διάδρομο. Είχαν αρχίσει να κλείνουν οι πρώτες πόρτες. Σε ένα-δυο λεπτά θα έφτανε και η σειρά του. Ο ήχος του σιδερένιου σύρτη που σφάλιζε τις πόρτες των κελιών επαναλαμβανόταν, ρυθμικά σχεδόν, κάθε φορά όλο και πιο ξεκάθαρος. Άκουσε βήματα και γύρισε να κοιτάξει.

-Καληνύχτα Χαραλαμπόπουλε. Καλό διάβασμα.

Έγνεψε προς τον φρουρό κάνοντας μια γκριμάτσα που προοριζόταν για χαμόγελο. Η πόρτα έτριξε και επιτέλους έκλεισε. Περίμενε λίγες στιγμές ακόμα ακούγοντας τα βήματα να απομακρύνονται και τότε επέτρεψε στον εαυτό του να γυρίσει το βλέμμα του προς το μαξιλάρι. Πράγματι αυτό ήταν, μια τράπουλα. Η καρδιά του φτερούγισε με χαρά. Ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
Πριν μια βδομάδα, κατά τη διάρκεια του προαυλισμού, είχε πλησιάσει έναν από τους φρουρούς και έπιασε μαζί του κουβέντα. Ήταν ένας σαραντάρης Ηπειρώτης με χαρακτηριστική προφορά που όποτε φώναζε στους κρατούμενους το έκανε με αξιοσημείωτη αδεξιότητα. Κοκκίνιζε και έτρεμε εκτοξεύοντας ήπιες για τα δεδομένα της φυλακής βρισιές, χάνοντας τα λόγια του και μπερδεύοντας τις λέξεις. Χτυπούσε άτσαλα τα χέρια του σε τραπέζια ή κλoτσούσε αντικείμενα εμπρός του, όχι με το μίσος ή τη λύσσα που είχε δει σε άλλους να αναβλύζει με αγριότητα, αλλά σαν να πάλευε να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του και να μην αφήσει να διαρρεύσει η ταραχή του. Μια ταραχή για όσα πρόσταζε το ζοφερό καθήκον, αλλά αποδοκίμαζε η συνείδησή του. Κάποιες φορές που είχαν μιλήσει οι δυο τους του είχε ξεφύγει ένας ανάρμοστος για τα δεδομένα πληθυντικός ευγενείας και ένα μεσημέρι στην τραπεζαρία,  που σακατεμένος από το πρωινό ξυλοδαρμό προσπαθούσε να συντονίσει τα μέλη του σωματός του στις απαιτούμενες για τη σίτιση κινήσεις, είχε προλάβει να συναντήσει κάτι σαν θλίψη και ντροπή στο βλέμμα του δεσμοφύλακα τα λίγα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν πριν το αποτραβήξει απότομα. Αυτές οι αμυδρές παρατηρήσεις οδήγησαν σε διαπιστώσεις που τον έκαναν να εμπιστευτεί μια σφοδρή επιθυμία. Να αποκτήσει μια τράπουλα για να διασκεδάζει το μυαλό του εκείνες τις ατελείωτες ώρες του αναγκαστικού εγκλεισμού μες στο κελί μετά τη δύση του ηλίου.
Εκείνες οι ώρες ήταν οι πιο δύσκολες, καμιά φορά ακόμα και από το ξύλο. Μέσα στο κελί, μόνος με τις σκέψεις που γεννάει το μυαλό σε απελπιστικές συνθήκες, με μοναδικό αντιπερισπασμό τα βογγητά και τους αναστεναγμούς των υπολοίπων κρατουμένων, πάλευε να κρατήσει τα λογικά του δαμάζοντας τη σκέψη του σε ακίνδυνους διαδρόμους. Προσπαθούσε νοερά να φέρει σε πέρας δύσκολες αριθμητικές πράξεις ή να θυμηθεί τοπωνύμια σε διαδρομές γνωστές του μέχρι να έρθει να τον ανακουφίσει ο ύπνος. Υπήρχαν βέβαια και τα βιβλία, αλλά ήταν αδύνατον πια να συγκεντρωθεί για να διαβάσει. Μια φράση ή μια μεμονωμένη λέξη τον έπαιρνε από το χέρι και τον πήγαινε σε σκοτεινές σπηλιές με τέρατα και φίδια. Γυρνούσε ιδρωμένος πίσω και ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Καθε βράδυ και πιο λίγες οι προτάσεις που μπορούσε να διαβάσει χωρίς αυτό το βασανιστικό πήγαινε-έλα. Το είπε στην αρχή με θράσος κάνοντας τον άνετο.

-Ξέρεις τι θα ήθελα πολύ; Μια τράπουλα για να περνάει η ώρα μου το βράδυ.

Περίμενε την αντίδραση του δεσμοφύλακα και όταν δεν έλαβε καμία, σημάδι ότι μπορεί και να είχε μιλήσει στον κατάλληλο άνθρωπο, άρχισε να του λέει πόσο σημαντικά γίνονται μέσα στη φυλακή πράγματα ασήμαντα όταν είσαι έξω. Να, για παράδειγμα η τράπουλα, να τη ζητάει αυτός που ήταν αλλεργικός με τέτοιου είδους αργόσχολες δραστηριότητες. Ο Ηπειρώτης κουνούσε το κεφάλι του συγκαταβατικά χωρίς να μπορεί να καταλάβει αν έχει εμπλακεί σε μια ανούσια συζήτηση ή ανο κρατούμενος ετοιμάζεται να περάσει τα εσκαμμένα. Δεν επέμεινε άλλο. Άλλαξε θέμα και από τα τυχερά παιχνίδια πήγε στα παιχνίδια γενικότερα και κατέληξε ρωτώντας τον αν έχει παιδιά. Ο φρουρός χαλάρωσε λίγο και άρχισε να του μιλάει για τους γιους του. Τρεις είχε, που κόντευαν να ξεκάνουν τη μάνα τους με τη ζωηράδα και τους τσακωμούς τους. Θα τους μόρφωνε οπωσδήποτε, όχι σαν τον πατέρα του που δεν του έδωσε καμιά κατεύθυνση, γιατί χωρίς μόρφωση η ζωή είναι μόνο βιοπάλη. Μόνο σε αυτό, στα γράμματα, ήταν αυστηρός μαζί τους και δεν σήκωνε κουβέντα.
Μπορεί να ήταν η ταπεινή καταγωγή του φρουρού που τον έκανε να νιώθει δέος μπροστά σε έναν άνθρωπο της δικής του επιφάνειας κι ας ήταν η τωρινή εικόνα του φριχτά αντίθετη με την πάλαι ποτέ κοινωνική του καταξίωση. Μπορεί και η διαφορά του με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους. Αυτός πολέμιος του κομμουνισμού και υπέρμαχος της καθεστηκυίας τάξης να βασανίζεται ως αντικαθεστωτικός. Όσο και να το κάνεις, ξεχώριζε η συγκεκριμένη αντίρρηση στο καθεστώς, με τον πρότερο έντιμο βίο να την κάνει ακόμα πιο αιχμηρή και απειλητική για τους θιασώτες αυτής της μασκαράτας.
Από εκείνο το απόγευμα και μετά έπιανε κάθε τόσο κουβεντούλα μαζί του για μερικά λεπτά. Του έδειξε ποια σύννεφα λέγονται altocumulus και πόσο μοιάζουν με απαλά κύματα της θάλασσας και πώς κατάλληλες συνθήκες μπορούν να τα μετατρέψουν σε απειλητικά cumulonimbus που φέρνουν καταιγίδα. Περιέγραψε όσο πιο απλά μπορούσε τον τρόπο που τα υποβρύχια μπορούν να εντοπίζουν εχθρικές νηοπομπές. Και ένα απόγευμα που εξηγούσε στον προσηλωμένο φρουρό τις διαφορές που έχουν οι φρεγάτες από τα καταδρομικά κάτι τον έκανε να σκεφτεί πως τα όρια της φυλακής μπορεί να είναι ασφυκτικά στενά ακόμα και για εκείνους που μισθώνονται για να τα προστατεύουν. Θυμήθηκε τα λόγια του κάποιες μέρες πριν για το σπίτι που είχε αγοράσει πρόσφατα με δάνειο. Πώς προτίμησε τη θέα στη θάλασσα από την ευρυχωρία, μια και το δάνειο δεν έφτανε να τα καλύψει και τα δυο, παρά τις έντονες αντιρρήσεις της γυναίκας του για το τετραγωνικά που τους στερούσε αυτή η θέα.
Θα μπορούσε να του τάξει χρήματα, οι δεσμοφύλακες ήταν παραδόπιστοι σε γενικές γραμμές, το έβλεπε συνέχεια. Δεν το έκανε, γιατί έκρινε πως αν τον βοηθούσε με την τράπουλα θα το έκανε από σεβασμό, όχι για να κερδίσει κάτι και δεν ήθελε να υποβαθμίσει το κίνητρό του σε ευτελές, για να μην τον προσβάλλει και χάσει κάθε πιθανότητα συνεργασίας. Οι μέρες περνούσαν όμως και άρχισε να αποθαρρύνεται, καθώς από τις συζητήσεις τους γινόταν όλο και πιο σαφές ότι η νοημοσύνη του δεσμοφύλακα  ήταν μικρότερου βεληνεκούς από ό,τι αρχικά είχε υπολογίσει και επομένως μπορεί καν να μην είχε εκλάβει την κρούση του ως τέτοια.
Κρατώντας τώρα την τράπουλα στα χέρια του άρχισε να τον γαργαλά στο στήθος αυτό που σου στερεί η φυλακή, ένα σχοινί χοντρό που σε κρατά δεμένο στη ζωή, η εμπιστοσύνη. Στην αρχή χάνεις την εμπιστοσύνη για το αύριο, θα βγεις άραγε ποτέ από δω μέσα ζωντανός; Έπεται η εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που καμία εμπειρία ζωής δεν κατάφερε να σε προετοιμάσει για τέτοια βαρβαρότητα. Ο μεγάλος κλονισμός ξεκινά όταν αρχίσεις να χάνεις την εμπιστοσύνη στην κρίση σου.  Η αξία σου αρχίζει να κουρελιάζεται μέχρι που χάνεις και την εμπιστοσύνη στην βεβαιότητα της ίδιας σου της ύπαρξης. Έσπρωξε το σώμα του πιο μέσα στο κρεβάτι ώστε να ακουμπήσει η πλάτη του στον παγωμένο τοίχο και άνοιξε το κουτί. Έβγαλε αργά τα χαρτιά και τα άπλωσε στο κρεβάτι του. Σήκωσε έναν βαλέ και παρατήρησε τη φιγούρα με προσοχή. Πήρε έναν επιβλητικό ρήγα και μετά μια ντάμα. Ξεχώρισε όλες τις φιγούρες, τις έβαλε στη σειρά και μετά τις τοποθέτησε σε κύκλο. Στο κέντρο έβαλε τον τζόκερ. Πήρε τα υπόλοιπα χαρτιά και άρχισε να τα ανακατεύει. Μετά παίρνοντας μία μία τις φιγούρες τις τρύπωνε τυχαία μέσα στην τράπουλα ανακατεύοντας τες με τους αριθμούς. Θα έριχνε την πρώτη του πασιέντζα και αν δεν έβγαινε θα έριχνε άλλη και μετά άλλη, κι άλλη μέχρι να νυστάξει για τα καλά. Ένοιωθε έξαψη κάνοντας αυτά τα σχέδια.
Ήρθε στη μνήμη του η αυστηρή επίπληξή του σε κάτι δόκιμους για φήμες που είχαν φτάσει στα αυτιά του για τη συμμέτοχή τους σε χαρτοπαιχτικές λέσχες. Τους έκανε να τρέμουν σαν ψάρια κάτω από το παγερό του βλέμμα. Δεν είχε συνέχεια το περιστατικό. Οι δόκιμοι διορθώθηκαν αυτοστιγμή. Τι άραγε να σκέφτηκαν όταν θα έμαθαν πως αποτάχτηκε από το σώμα και του ξηλώσαν τα γαλόνια; Θα φαντάστηκαν, όπως άλλωστε και ο ίδιος, ότι ήταν μια στιγμή ανείπωτης ταπείνωσης. Ανίδεοι όλοι τους. Μια απλή γεύση είχε πάρει τότε. Τα όσα επακολούθησαν καμιά νοσηρή φαντασία δεν θα μπορούσε να τα γεννήσει. Φτάνοντας στον πάτο της ταπείνωσης, εδώ σε αυτές τις φυλακές, θα μάθαινε πως όταν καταλύεται κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας μπορεί να συνεχίζει να αναβλύζει αυτό που λέγεται ψυχή. Και που αυτή ακριβώς τη στιγμή σκιρτά με ατίθαση χαρά στη θέα μιας κοινής τράπουλας.

Σχολιάστε