Γιουβαρλάκια με ρίγανη

της Θεοδοσίας Μπίτζου

Πείνα, μια τεράστια πείνα ήτανε η κυρίαρχη αίσθηση που είχα στην κηδεία του μπαμπά μου. Μετά την αγωνία των προηγούμενων ημερών που δεν μπορούσα τίποτα να φάω, το αίσθημα της επιβίωσης είχε επανέλθει. Ήτανε πριν την τελετή της ταφής, στο μικρό ειδικό χώρο του νεκροταφείου, η κοιλιά μου γουργούριζε και μια ξινή γεύση ερχότανε στο στόμα μου. Ο μπαμπάς στο κέντρο και όλη η οικογένεια γύρω του, η μαμά μαυροντυμένη, καθιστή και εμείς τα παιδιά, η αδελφή μου, ο αδελφός μου και εγώ, χωρίς να μιλάμε, κοιτάζαμε κάτω. Ένα συνεχές μουρμουρητό ερχότανε στα αυτιά μου από το περιβάλλον και λίγοι διακριτοί ήχοι, όπως ο μεταλλικός χτύπος της καμπάνας του παρεκκλησίου και κάποιος που φυσούσε έντονα τη μύτη του. Το λιβάνι καβουρντιζότανε, σχεδόν καιγότανε, το κερί έλιωνε στη φωτιά σιγά-σιγά τσιτσιρίζοντας, έξω έπλενε μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή που ευωδίαζε τα χόρτα. Οι αισθήσεις μου, άθελά μου, με οδηγούσαν στην κουζίνα. Μια τέτοια μέρα, σκέφτηκα, σίγουρα η μαμά θα μαγείρευε γιουβαρλάκια σούπα με μπόλικο λεμόνι και πιπέρι. Θα τα σερβίριζε με μια σκληρή πλάκα τυρί φέτα από πάνω, που σιγά-σιγά θα έλιωνε και εμείς σκυφτοί και σιωπηλοί θα ρουφούσαμε τη σούπα ηχηρά, με τα κουτάλια μας να κουδουνίζουν ρυθμικά στα πιάτα. Τότε, πώς μου ήλθε, δεν ξέρω, έσκυψα και ψιθύρισα στο αυτί της μαμάς μου: «Γιατί βρε μαμά, τόσα χρόνια, δεν του τα έφτιαξες μια φορά με ρίγανη του χριστιανού που σου τα ζήταγε;”.
Ίσως φαίνεται αστείο αυτό –και βέβαια καθόλου αρμόζον στην περίσταση–, όμως τώρα, μετά από τόσο καιρό που το σκέφτομαι φαίνεται πως ήτανε για μένα πολύ σημαντικό· ήτανε μια ανάγκη να πω ένα παράπονο, ένα παιδικό παράπονο: γιατί σαν οικογένεια δεν είμαστε ευχαριστημένοι και κάθε φορά που βρισκόμαστε για φαγητό παιζόταν κάποια σκηνή γκρίνιας μεταξύ μας, ανάλογα την εποχή που διανύαμε. Και λέω εποχή, γιατί έτσι μετρούσαμε τον χρόνο στην οικογένειά μας. Για παράδειγμα, υπήρξε η «εποχή των δύο ελιών» κατά την οποία η αδελφή μου έτρωγε για βραδινό μόνο δύο ελιές και όλοι αγωνιούσαν για το αν θα μεγαλώσει. Ακολούθησε η «παμφάγος εποχή», τότε που εγώ δεν χόρταινα, έτρωγα τα πάντα και ζητούσα συνέχεια κι άλλο. Μετά ήλθε η «εποχή των ζυμαρικών» γιατί μαγειρεύαμε μόνο μακαρόνια που άρεσαν στον μικρό μου αδελφό, που ήταν πολύ χαϊδεμένος και δεν του χαλούσαμε ποτέ χατίρι. Ζήσαμε και την «ανάλατη εποχή» όταν η μαμά μας έκανε δίαιτα για λόγους υγείας.
Η «εποχή του μελιού με το ταχίνι» ήταν του μπαμπά μας, ο οποίος ήρεμος, λίγο πριν το μεσημεριανό του ύπνο και αφού είχε αποφάει, έπαιρνε ένα πιατάκι, από τα καλά της μαμάς, αυτά που είχανε γύρω-γύρω μια χρυσή μπορντούρα και παραστάσεις βικτωριανής εποχής, έβαζε μέσα δύο γεμάτες κουταλιές ταχίνι και μετά έριχνε από πάνω μια καλή κουταλιά μέλι που έσταζε αργά-αργά πάνω στο μαλακό, ταπεινό ταχίνι που παραμέριζε στη γλυκιά πίεση. Μετά άρχιζε το ανακάτεμα: από αριστερά προς τα δεξιά, με σταθερή αργή κίνηση, γινότανε το πάντρεμα. Και μόλις αυτά τα δύο ανόμοια υλικά άρχιζαν να εισχωρούν το ένα μέσα στο άλλο, με πιο γρήγορες κινήσεις τα εξαφάνιζε και τα έκανε ένα ομοιόμορφο μείγμα. Τότε μόνον άρχιζε να το τρώει. Κάθε που έφερνε την κουταλιά στο στόμα του έκλεινε τα μάτια του μέχρι που φανερωνόταν τελείως η ζωγραφιά στο πιατάκι.
Η μαμά μας δεν άντεχε όλη αυτήν την ιεροτελεστία. Έστριβε προς τον νεροχύτη και έκανε ότι έπλενε τα πιάτα, ενώ ταυτόχρονα στράβωνε το στόμα της κι έσμιγε τα φρύδια της. Μόλις έπαιρνε ο μπαμπάς τον τενεκέ με το ταχίνι, εκείνη μουρμούριζε, πάντα με γυρισμένη την πλάτη. Όταν αυτός έσταζε το μέλι, γύριζε και τον κοίταζε για να δει, εάν θα πασαλείψει γύρω του, για να σπεύσει να σκουπίσει νευριασμένα. Τέλος, όσο εκείνος έτρωγε το έδεσμα, στεκόταν από πάνω του να του πάρει το πιάτο για πλύσιμο. Η έκρηξη γινότανε, όταν διαπίστωνε ότι για άλλη μια φορά τής είχε πάρει το πιάτο του καλού της σερβίτσιου.
Η εποχή του μελιού κράτησε πολύ και η μαμά μας βρήκε τρόπο αντίπραξης στη μοναχική ξεχωριστή απόλαυση του μπαμπά μου: του αγόρασε φτηνότερο μέλι. Ήτανε ένα μέλι καθόλου νόστιμο και πολύ υγρό, έπεφτε με γρηγοράδα, σαν να έλεγε, άντε να τελειώνουμε. «Αυτό να το φάτε εσείς» της είπε, «Εγώ θα φάω το καλό!». Αυτό σήμαινε πόλεμος. Την άλλη μέρα το πρωί, όταν εκείνος έλειπε, μπροστά μας, έκανε την αλλαγή στα βάζα των μελιών και για να μην φανεί η διαφορά, έβαλε στο κακό μέλι λίγο από το καλό και τα ανακάτεψε καλά-καλά. Για πολλές μέρες, ο μπαμπάς μου έτρωγε, χωρίς να καταλάβει τη διαφορά. Η στάθμη στο βάζο δεν κατέβαινε, η μαμά κάθε πρωί συμπλήρωνε με το κακό μέλι, μέχρι που πλέον αυτό κυριάρχησε και η διαφορά ποιότητας ήτανε ολοφάνερη, σε εμάς τουλάχιστον που αμίλητοι στυλώναμε τα μάτια μας πάνω στον μπαμπά μας, ελπίζοντας ότι επιτέλους θα τέλειωνε αυτό το κακόγουστο αστείο. Εκείνος όμως συνέχιζε να τρώει το μέλι με το ταχίνι του, το ίδιο ήρεμα, αργά και τελετουργικά, ρίχνοντας το μέλι, που σταθερά έχανε σε βάρος και κέρδιζε σε ταχύτητα, ολοένα και από πιο ψηλά από το πιατάκι για να μακρύνει τη διαδρομή. Έτσι ψηλός που ήτανε, με τα λεπτά μακριά του άκρα, τον βλέπαμε να τεντώνει το χέρι του ολοένα και πιο πάνω και μας έμοιαζε με τον Τιραμόλα, τον άνθρωπο λάστιχο, τον παιδικό μας ήρωα στα κόμικ, ο οποίος τεντωνότανε όσο ήθελε. Νομίζαμε ότι ο μπαμπάς μας θα ‘φτανε το ταβάνι και ακόμα παρά πέρα, θα έβγαινε τελικά έξω από το σπίτι.
Δεν συνέβη τίποτα. Η εποχή του μελιού με το ταχίνι πέρασε ήσυχα και απλά, όταν εξαντλήθηκε όλο το μέλι.
Τέλειωσε η κηδεία. Έκλεισα της μαμάς την πόρτα του αμαξιού, έσκυψα, και καθώς την φιλούσα μου ψιθύρισε στο αυτί «Δεν γίνονται παιδί μου με ρίγανη, δεν πάνε, ο μπαμπάς σου δεν ήξερε».
Δεν φτιάχνω ποτέ μου γιουβαρλάκια, δεν μπορώ να αποφασίσω εάν θα τα μαγειρέψω όπως τα ήθελε ο μπαμπάς ή όπως πίστευε η μαμά. Το ταχίνι με το μέλι όμως το απολαμβάνω. Πάντα στο καλό πιατάκι της μαμάς.

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Γιουβαρλάκια με ρίγανη

  1. αχ!κοριτσάκι μου! πόσο «τέλεια» είσαι με ό,τι καταπιάνεσαι. Η δική μου μαμά θα έλεγε για την ‘περίπτωσή «σου:» Ο,τι δουν τα ματάκια της, φτιάνουν τα χεράκια της». Προσυπογράφω την κυριολεξία.

    Μου αρέσει!

Σχολιάστε