«Η Ωραία Αθοκουτάλα», μια ορεσίβια…. Σταχτοπούτα

της Μαρίας Νταναλάκη

Αθοκουτάλα: α) ένα ταπεινό αλλά απαραίτητο σκεύος της κρητικής οικοσκευής, που χρησιμοποιούνταν για να σκαλίζουν τη στάχτη, τον «άθω», β) η κοπέλα που ανακατεύεται με τις στάχτες -συνεκδοχικά με τις πιο βρώμικες και ποταπές δουλειές σε ένα σπίτι- και οι στάχτες γίνονται στοιχείο της εμφάνισης και του χαρακτήρα της και γ) εργαλείο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να αποκαλύψει και να αποτυπώσει την ιδιοσυγκρασία και ντοπιολαλιά των Κρητικών σε μια συγκεκριμένη τοπική και χρονική πραγματικότητα -ορεινά Αστερούσια του περασμένου αιώνα.
Η «Αθοκουτάλα», το παραμύθι του Γιώργη Σταματάκη, είναι καθένα από τα παραπάνω και όλα μαζί. Είναι όμως και «ωραία»; Την ηρωίδα, όσα πλουμίδια και να φορέσει, δυσκολευόμαστε να τη δούμε «ωραία» -πόσο ωραία μπορεί να γίνει μια «μοσχοκούζουλη»; Η στάχτη γίνεται το καταφύγιο και η σκευή της, αλλά όση στάχτη και να τινάξει από πάνω της δεν μπορεί αυτή να μπει στα μάτια του θεατή και να συγχωρήσει, ή έστω να παραβλέψει το φρικιαστικό γεγονός στο οποίο η ηρωίδα ήταν ακούσια παρούσα. Η ύβρις -που δεν διαπράττει η Αθοκουτάλα, αλλά οι αδερφές της- είναι τόσο βαριά που πέφτει και πάνω στην ίδια, πλανάται στο σπίτι, στο χωριό, στην ιστορία σε όλο τον κόσμο του παραμυθιού του Γιώργη Σταματάκη. Το θανάσιμο αμάρτημα που διαπράττουν οι δύο αδερφές, είναι αυτό της λαιμαργίας, που τις οδηγεί να κατασπαράξουν ακόμη και την ίδια τους τη μάνα(!). Ίσως μάταια κάποιος προσδοκά μια «λύση» στο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά του, η οποία να τον λυτρώνει. Βέβαια πρόκειται για παραμύθι -ως τέτοιο μας παρουσιάζεται εξαρχής- και ο σκοπός του είναι ηθικοπλαστικός. Η λαιμαργία πάνω και από τη μητροκτονία, λοιπόν. Τόσο ζωτικής σημασίας ήταν η εγκράτεια και η οικιακή οικονομία στην κοινωνία της ορεινής Κρήτης.
Βέβαια η γλαφυρότητα της περιγραφής του Σταματάκη -που συνδυάζει το τερατώδες με το σκωπτικό και το τραγικό με το αστείο- οδηγεί στην αίσθηση του γκροτέσκου, του ανοίκειου, ακόμη και του παράλογου. Άλλωστε η ασημαντότητα της ανθρώπινης ζωής και οι μηχανικοί χαρακτήρες που λειτουργούν σαν μαριονέτες δεν αποτελούν στοιχεία του θεάτρου του παραλόγου; Όπως η ανάγκη κινούσε τις πράξεις των ορεσίβιων Κρητικών, έτσι η ανάγκη κινεί το μύθο στην αφήγηση του Γιώργη Σταματάκη -οι χαρακτήρες είναι έρμαιό της. Καμιά στιγμή δεν είμαστε προετοιμασμένοι για τις ανατροπές που συμβαίνουν. Ούτε όταν οι λαίμαργες αδερφές καταβροχθίζουν την ίδια τους τη μάνα, ούτε όταν η Αθοκουτάλα βρίσκει στο σεντουκάκι της τη χρυσή φορεσιά και τα γοβάκια. Το κωμικό στοιχείο επιστρατεύεται για να καλύψει με μια αχλή ελαφρότητας όσα φρικαλέα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του θεατή. Μέλημα του δεν είναι η λύτρωση του λοιπόν, αλλά αυτή ακριβώς η αντιπαράθεσή του με έναν κόσμο αποκτηνωμένο, που είναι ο δικός του κόσμος. Ο θεατής μένει μετέωρος να αναλογιστεί ποια είναι η ευθύνη του μπροστά σε όσα συμβαίνουν.
Το εξαιρετικό κείμενο του Γ. Σταματάκη εκπλήσσει με τον μακάβριο και ωμό ρεαλισμό του -σαφής αναφορά στη λογοτεχνία του τρόμου- που θαρρείς πως έρχεται απευθείας από αντίστοιχες ιστορίες του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα: «Με τ’ ανύχι σου το ‘σκιζες», αναφερόμενος στο ροδαλό και ολοστρόγγυλο πρόσωπο του βασιλόπουλου και «… ο άνθρωπος έχει τα ίδια μέρη του χοίρου και θέλει την ίδια ξάργητα» ή «Οι αμπλάδες της την εθωρούσανε σαν ανεθροφάρι…» Από την άλλη πλευρά οικειοποιείται στοιχεία από την Commedia dell’ arte, φιλτραρισμένα μέσω του θεάτρου της «Κρητικής Αναγέννησης» για να αποδώσει τους χαρακτήρες. Ο αυθόρμητος, περιπαιχτικός λόγος σκιαγραφεί με γλαφυρότητα την αφέλεια και την κουτοπονηριά τους: «…τως ήκατσε δυο σταυρωτά πουλαρίδια…» και «…θα σκολάσω το χορό να πάω να κατουρήσω!», αναφερόμενη η αφήγηση στην Αθοκουτάλα. Επίσης «Από το φόβο τσης δεν ήφεγγε μόνο ήδωκε ένα κουτουλίδι στο κασαλίκι τση πόρτας που το ξεστέλιωσε» και «Το βασιλόπουλο …δεν εκάτεχε ήντα ‘λώνευγε. Εκράθιε ένα κλαδί βασιλικό και πήγαινε μουριά και ζάλο».
Δεσπόζουσα θέση έχει η κρητική διάλεκτος -η αποθησαύρισή της φαίνεται να αποτελεί συνειδητή προσπάθεια του Σταματάκη- που συνδέεται οργανικά με την ηθογραφία των προσώπων. Πόσο καλύτερα θα μπορούσε να αποδοθεί το νόημα της λαιμαργίας, που έχει αφήσει ορατά σημάδια στο σώμα αυτού που τη διαπράττει, από το πολύ εύστοχο επίθετο «καλοξελαιμισμένη»; Η επανάληψη και η υπερβολή ενισχύουν το λαϊκό και παραδοσιακό τρόπο της αφήγησης: «εφάγανε δυο μαρτάρικα που τα ‘χανε, εφάγανε το μουλάρι, εφάγανε τον κάτη και ό,τι άλλο εσάλευε μέσα και γύρω γύρω από το σπίτι».
Ο Δημήτρης Φοινίτσης σκηνοθετεί με απόλυτη προσήλωση το κείμενο του Γ. Σταματάκη, που αποτέλεσε και την αφετηρία του, «φωτίζοντάς» το. Ακόμη και στα σημεία που ένας μη κατέχων την κρητική διάλεκτο θα στεκόταν με απορία, η σκηνοθεσία του Φοινίτση και η καταπληκτική ερμηνεία της Ελένης Στρατάκη, υπό την κινησιολογική καθοδήγηση της Μικαέλας Κεφαλογιάννη, έρχονται να καταστήσουν σαφέστατα τα τεκταινόμενα, εστιάζοντας είτε στην κωμική είτε στην τραγική τους διάσταση, κατά περίπτωση. Αφαίρεση και μινιμαλισμός στα εκφραστικά μέσα -που αποτελεί ωστόσο και αισθητική επιλογή της Ομάδας Παραστατικών Τεχνών πρόΤΑΣΗ, από την οποία πηγάζει η έμπνευση του όλου εγχειρήματος.
Η Αθοκουτάλα έγινε εντέλει «Ωραία», γιατί αφενός στηρίχθηκε σε ένα εκπληκτικό κείμενο -φροντισμένο λέξη λέξη, με το ζήλο που ένας ναΐφ ζωγράφος φροντίζει το έργο του και δεν θέλει να λείψει τίποτα από τον καμβά- και αφετέρου γιατί βρέθηκε στα χέρια μιας ομάδας που την αντιμετώπισε με σεβασμό, ενθουσιασμό και της οποίας τα μέλη έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, ο καθένας στον τομέα του: η Ελένη Στρατάκη στην ερμηνεία, η Μικαέλα Κεφαλογιάννη στην κινησιολογία, η Μανωλία Κοκολογιάννη στο καταπληκτικό κουστούμι της Αθοκουτάλας, ο Κωστής Μακάκης στην πρωτότυπη μουσική και στην εκτέλεσή της. Την επιτυχέστατη θεατρική μεταφορά και «ενορχήστρωση» της ομάδας είχε ο σκηνοθέτης Δημήτρης Φοινίτσης.

Σχολιάστε