Η Ψυχή στο Στόμα

Της Μαρίας Βρέντζου

Μία ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Οικονομίδη, εμπνευσμένη από το θεατρικό έργο του Γκέοργκ Μπύχνερ, «Βόιτσεκ». Μόνο που «Η Ψυχή στο Στόμα», πέρα από την κοινωνική και οικονομική καταπίεση που ασκείται με σωματικά και ψυχολογικά μέσα, περιγράφει κι έναν άλλο παράγοντα που μπορεί να συνθλίψει έναν άνθρωπο, τη σκληρή γλώσσα. Αυτήν τη γλώσσα που ο Οικονομίδης εισήγαγε στην πρώτη του ταινία «Σπιρτόκουτο» και εξακολουθεί να εξελίσσει σε όλο το μέχρι σήμερα έργο του. Πώς μπορεί λοιπόν μια γλώσσα χυδαία, υβριστική, αισχρή, που επαναλαμβάνει ξανά και ξανά κάθε είδους βωμολοχία, να καταστρέψει μία συνείδηση, να αποδυναμώσει εσωτερικά έναν άνθρωπο; Οι διάλογοι του σεναρίου δουλεύτηκαν σε εξαντλητικές πεντάμηνες πρόβες με τους ηθοποιούς, είναι γνωστό άλλωστε πως ο σκηνοθέτης αλληλεπιδρά μαζί τους, εισπράττοντας από το μυαλό και την εμπειρία τους, μέσα από αυτοσχεδιασμούς, προκειμένου να χτίσει το σενάριο. Συνέχεια

Νοτισμένος καιρός

του Αντώνη N. Χελιδώνη

Έβρεχε συνέχεια εκείνο το απόγευμα και ράθυμος καθόταν κάτω από το δοκάρι της εισόδου, στην στενή πόρτα του μαγαζιού, άδικα να περιμένει κάποιον πελάτη. Η κίνηση δεν είχε ανοίξει καθόλου και τώρα που πήρε να βραδιάζει ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν θα φαινόταν. Ο Δημήτρης ήξερε καλά την αγορά και τους ανθρώπους της. Είχε και τον δικό του τρόπο, επτά χρόνια τώρα στο δικό του μαγαζί, δούλος και αφεντικό. Κρατούσε το ωράριο, πάντα μάλιστα είχε την ανακοίνωση του οικείου συλλόγου σε θέση περίοπτη. Μόνος του ήταν, σε σπίτι και δουλειά. Γιατί να βιάζεται;  Συνέχεια

Του μάστορα

της Μάρθας Λυρώνη

Κοιτούσε τα λευκά χοντρά δάχτυλά του και τα καθαρά νύχια του. Η παλάμη του είχε μαλακώσει, οι αυλακώσεις είχαν επιστρέψει. Ένιωθε το ανάγλυφο, καθώς περνούσε τον αντίχειρά του πάνω από κάθε δάχτυλο χωριστά. Από δώδεκα χρονώ στο μεροκάματο, τα χέρια που σκάρωναν αυτοσχέδιες σβούρες και μύλους, 40 χρόνια σκάλιζαν μηχανές, μαύρισαν τα νύχια του στο συνεργείο, βενζίνη και μουτζούρα. Περήφανη μυρωδιά, με τον ιδρώτα του συντηρούσε τη μάνα του και τον αδερφό του, και μετά τη δική του οικογένεια. Όταν πρωτοάνοιξε το μαγαζί, νύχτα έφευγε, νύχτα γύριζε. Συνέχεια

Η Κλέφτρα

της Κλαίρης Καμπάνη

Η μεγάλη συρταριέρα άφηνε τα ρούχα του να φαίνονται ακατάστατα, ενώ κάποια μικρά συρταράκια παραδίπλα ήταν κλειστά. Έριξα μια κλεφτή ματιά στον γέρο πριν τραβήξω το μπρούτζινο χερούλι από το πρώτο συρταράκι. Ήταν κλειδωμένο. Το ίδιο και το δεύτερο αλλά και το τρίτο. «Σκατά», ψιθύρισα. Έψαξα στην αρχή με τα ακροδάχτυλα μου στα πλαϊνά τμήματα της συρταριέρας, από πάνω και πίσω, έπειτα χρησιμοποίησα όλη μου την παλάμη μήπως καταφέρω και βρω το κλειδί. «Δεν μπορεί όλοι αυτοί οι γέροι κάπου κοντά τα κρύβουν», σκέφτηκα. Ένιωθα τους λεπτούς και κολλώδεις ιστούς που οι αράχνες είχαν στήσει επιδέξια να μπλέκονται στα κοκαλιάρικα χέρια μου και έπειτα να πασπαλίζονται με σκόνη και φουσκωμένο σοβά που ξεκολλούσε από τον τοίχο. Γονάτισα και έγειρα το κεφάλι μου. Ήταν σκοτεινά. Τέντωσα το χέρι μου. Συνέχεια

Μιχάλης

της Άννας Φιτσοδασκαλάκη

Στον Μιχάλη και την Άννα

Στα ίδια χνάρια πατούσε, αλλά ανάποδα: Τα τακούνια στα δάχτυλα και τα δάχτυλα στα τακούνια. Για να μη χάσει ούτε βήμα. Για να γυρίσει στον τόπο απ’ όπου έφυγε τρία χρόνια πριν. Τόσο βαριά τα βήματά του, σα να ήθελε να γυρίσει πίσω και το χρόνο που μεσολάβησε αν ήταν δυνατόν. Είχε ξεκινήσει από τα βόρεια σύνορα της χώρας λίγες μέρες πριν. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, τους ανακοίνωσαν. Είχαν νικήσει τον εχθρό και μπορούσαν ασφαλείς να γυρίσουν πια στον τόπο τους. Κανείς δε νοιάστηκε για το πώς θα γύριζαν στα σπίτια τους. Άλλωστε κανείς δεν τους υπολόγιζε. Ποιοι είχαν μείνει; Ποιοι είχαν φύγει; Φαντάροι απαίδευτοι, αμούστακοι, αναλώσιμοι ήταν γι’ αυτούς. Δεν είχε σημασία. Κι ο Μιχάλης, είχε κι αυτός εκτελέσει το καθήκον του όπως τόσοι άλλοι. Τώρα τουλάχιστον μπορούσε, λέει, να γυρίσει πίσω λεύτερος.  Συνέχεια

Τρομοκρατικό Χτύπημα

της Μαρίας Βρέντζου

Συγγραφέας του βιβλίου «Τρομοκρατικό χτύπημα» είναι ο αλγερινής καταγωγής Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ, ο οποίος ξεκίνησε να γράφει ως στρατιωτικός με το γυναικείο ψευδώνυμο Γιασμίνα Χάντρα, το οποίο και διατήρησε αφού εγκατέλειψε την στρατιωτική του θητεία για να αφιερωθεί στη γραφή. Βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Αμίν Ζααφαρί, Παλαιστίνιος, που έχει πάρει την ισραηλινή υπηκοότητα και για πολλά χρόνια ζει στο Τελ Αβίβ. Πετυχημένος χειρουργός και αυτοδημιούργητος αποτελεί υπόδειγμα ένταξης Άραβα στην ισραηλινή κοινωνία, καθώς απολαμβάνει διακρίσεις, φήμη κι επιτυχία. Είναι παντρεμένος εδώ και 15 χρόνια με την Σιχέμ και ζουν σε μια υπέροχη μονοκατοικία σε μια απ’ τις πιο αριστοκρατικές συνοικίες της πόλης, ο τραπεζικός τους λογαριασμός είναι αρκετά παχυλός και κάνουν παρέα με σημαντικά πρόσωπα, όπως αρχηγούς του πολιτικού και στρατιωτικού χώρου, αλλά και διάσημους καλλιτέχνες. Όλα μοιάζουν ονειρικά μέχρι την ημέρα που γίνεται μία επίθεση αυτοκτονίας μέσα σε πολυσύχναστο εστιατόριο. Άλλος ένας καμικάζι ανατινάζεται ζωσμένος εκρηκτικά σπέρνοντας το θάνατο σε 19 ανθρώπους, ανάμεσά τους και 11 παιδιά που γιόρταζαν τα γενέθλια μίας συμμαθήτριας. Σύντομα ο Αμίν μαθαίνει πως ο καμικάζι δεν είναι άλλος απ’ τη γυναίκα του. Σοκαρισμένος καθώς δεν είχε παρατηρήσει τίποτα παράξενο στη συμπεριφορά της, θέλει να μάθει το γιατί. Γιατί μία γυναίκα ευκατάστατη, που απολάμβανε την ομορφιά της ζωής, που το περιβάλλον της την εκτιμούσε, ο άντρας της την αγαπούσε και την πρόσεχε, οι φίλες της Εβραίες επί το πλείστον τη θαύμαζαν, αποφασίζει να προβεί σε μία τέτοια πράξη;  Συνέχεια

Τραπέζι από χέρι

της Ilsa Lund

Ο φωταγωγός του διαμερίσματος ρουφούσε τους ήχους και, χωρίς διέξοδο στην κορυφή του, τους έστελνε πίσω διπλάσιους σε ένταση, οι ψίθυροι γίνονταν φωνές, οι φωνές ουρλιαχτά. Οι τέσσερις ιδιοκτησίες μοιράζονταν τα μυστικά τους, αλλά έκαναν πως δεν το γνώριζαν. Τον Παράσχο τον συναντούσαμε πριν πέσει η μονοκατοικία του, να έχει στο πλάι του σπιτιού του, εκεί που τέλειωνε το πεζοδρόμιο, ένα ξύλινο τετράγωνο τραπέζι και πάντα με παρέα να πίνει. Σαν ιδιοκτήτης πήρε τον πρώτο όροφο και το τραπέζι μεταφέρθηκε στο μπαλκόνι. Ζούσε με την υπερήλικη μητέρα του. Τα βράδια τον ξυπνούσε, σταμάτα της φώναζε, κοιμάμαι, σκάσε, σκάσε, σκάσε, τον ακούγαμε για βασανιστικά λεπτά μέχρι που μια ιαχή κρεσέντο έσκιζε τα πατώματα και η φωνή του αντηχούσε μέχρι τα τείχη της πόλης, σκάαασε. Τα μεσημέρια τον βλέπαμε να την ταΐζει με το κουταλάκι, στο τραπέζι όλα πάνω, φάρμακα, μπουκιές, ένα γέρικό χέρι, κουτάκια από μπύρες. Συνέχεια

Η βεβαιότητα της αβεβαιότητας

της Λίλας Καραλή

Η λαμπερή βεβαιότητα της στυγνής αβεβαιότητας στέκεται πάντα σαν νησίδα ανάμεσα σε αυτό που σχεδιάζεις και σε αυτό που εντέλει γίνεται, ανάμεσα σε αυτό που επιθυμείς και σε αυτό που έχεις πραγματικά ανάγκη, ανάμεσα σε αυτό που αντιλαμβάνεσαι και αυτό που πράγματι συμβαίνει. Ίσως δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από τον έρωτα, μιας και όλοι ξέρουμε ότι στον έρωτα όλα επιτρέπονται, ο έρωτας είναι τυφλός, στον έρωτα δεν υπάρχει λογική και πολλά άλλα συναφή που δεν συνάδουν με αιτιότητες και προβλέψεις. Ξεκινάς ας πούμε μια ερωτική σχέση με το αντικείμενο του πόθου σου και είσαι πανευτυχής και βέβαιος ότι ανακάλυψες το έτερον ήμισυ. Βεβαιότατα όμως θα έρθει, αργά ή γρήγορα, μια μέρα που θα ξυπνήσεις από τον λήθαργο του έρωτα με τάσεις φυγής ή ακόμα και αυτοκτονίας. Το παράδοξο είναι ότι και αυτό αποτελεί μια κοινή παραδοχή που όμως δραπετεύει της προσοχής μας την κρίσιμη στιγμή που λαμβάνονται καθοριστικές αποφάσεις.  Συνέχεια

Τα Σοκολατάκια

της Άννας Μπιμπάκη

Το φως του απογεύματος αρχίζει να χάνεται κι έτσι τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια και στολίδια της πόλης λάμπουν ακόμα πιο έντονα. Για άλλη μια φορά στέκομαι μπροστά στην βιτρίνα του αγαπημένου μου μαγαζιού και χάνομαι στις σκέψεις μου. Σοκολάτες Fourviere.
– Κάνει κρύο. Θέλετε να περάσετε μέσα;
Θα απορεί η κοπέλα, και με το δίκιο της. Πόσες φορές μπορεί να παρατηρήσει κάποιος την ίδια βιτρίνα; Την έχω δει εκατομμύρια φορές. Κάθε φορά όμως νιώθω ένα ενθουσιασμό σχεδόν παιδικό. Οι απλές σοκολάτες με αφήνουν αδιάφορη. Αυτές όμως είναι μαγικές, η μόνη πολυτέλεια που επιτρέπω στον εαυτό μου. Ο πατέρας μου πάντα αγαπούσε την πολυτέλεια. Παρότι δήλωνε εντόνως αριστερός, πάντα θα διάλεγε το καλύτερο κρασί, τα ακριβότερα αλλαντικά και αν του το επέτρεπαν τα οικονομικά του θα ταξίδευε μόνο και μόνο για να δοκιμάσει όλα τα γκουρμέ εστιατόρια της Ευρώπης. Εγώ, μόνο τις σοκολάτες μου χρειάζομαι και μια καλή ταινία, σε συνδυασμό ή και χώρια για να νιώσω ευτυχισμένη. Αυτή είναι η διασκέδασή μου. Θα σκεφτεί κάποιος… πολύ μοναχική διασκέδαση. Ε, και; Η μοναξιά δεν είναι κάτι που φοβάμαι. Πολλές φορές την προτιμώ. «Μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου, μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες…» Προσπαθώ ενίοτε να καταλάβω τους ανθρώπους, μα τις περισσότερες φορές δεν μπαίνω καν στον κόπο.  Συνέχεια

Εξομολογήσεις

του Αντώνη Ν. Χελιδώνη

Όλα ξεκίνησαν από εκείνη την ξαφνική του επίσκεψη. Ή μήπως από την ιδιορρυθμία του; Ο Φ. αντιπαθούσε το τηλέφωνο. Άνοιξε το σπίτι με το δικό του κλειδί και αντίκρισε την Ε. μαζί με τον Α. και τον Β. Ήξερε τα πάντα για αυτή τη σχέση, αλλά πίστευε βαθιά ότι αυτό το τετράγωνο δεν θα εκφυλιζόταν ποτέ σε ένα ποταπό τρίγωνο. Ένιωσε αμέσως μια στρογγυλεμένη κορυφή.  Συνέχεια

La Petite Ollie

της Κλαίρης Καμπάνη

Η ιστορία που θα σας πω μιλάει για την αγάπη.
Είναι η δική μου ιστορία, όπως την έζησα περίπου πριν από 30 χρόνια.

Ήταν άνοιξη του 1899. Παρίσι. Βρέθηκα σε αυτή την άγνωστη πόλη για πρώτη φορά, ήμουν μόλις 20 χρονών κι αμάθητος. Μαγεύτηκα αμέσως από τους ήχους μιας γλώσσας που δεν γνώριζα, μαγεύτηκα από μια πόλη που έσφυζε από ζωή. Είχα αφήσει πίσω με ευκολία τα πάντα. Ένα καταπιεστικό και αυταρχικό πατέρα, μια ανύπαρκτη αλκοολική μητέρα και μια φτωχή ζωή. Έπρεπε να βγάλω από πάνω μου έναν άνθρωπο που δεν ήθελα πια να γνωρίζω. Μια για πάντα.  Συνέχεια

Η ιστορία που δεν έγραψα

της Λίλας Καραλή

Υπάρχουν ιστορίες που εμφανίζονται αιφνίδια, σχεδόν κεραυνοβόλα, και άλλες που ο υπόκωφος ήχος της μυστικής τους ζύμωσης ταλαιπωρεί αρκετά πριν αρχίσουν να σχηματίζονται οι εικόνες. Το προσχέδιο που ακολουθεί ανήκει στην δεύτερη κατηγορία.
Πρόκειται για την ιστορία δυο γυναικών που μίσησαν βαθιά η μια την άλλη. Θύτες και θύματα μαζί απέναντι στο πάθος που τις έτρεφε και τις κατέστρεφε ταυτόχρονα. Αδερφές από τον ίδιο πατέρα που μεγάλωσαν σε διαφορετικά σπίτια. Συναντήθηκαν αργά, όταν πια οι ιστορίες που είχαν ακούσει ή φανταστεί για την αθέατη πλευρά του πατέρα τους ήταν αδύνατον να αλλάξουν. Παραμέρισαν και οι δυο την καχυποψία που ξεκινούσε πρώτη να μιλά και έγιναν, ας πούμε, κάτι σαν συγγενείς. Άρχισαν μάλιστα να αισθάνονται αόρατους δεσμούς και να παρατηρούν με ενδιαφέρον ομοιότητες. Ήρθαν κοντά σε ανύποπτες στιγμές, μοιράστηκαν μικρά μυστικά και ανακούφισαν τις τύψεις του πατέρα τους για την αδελφική σχέση που δεν προσπάθησε να χτίσει. Συνέχεια

Κρίση Πανικού

της Μάρθας Λυρώνη

Σήκωσε τα χαρτιά από το πάτωμα, τα έχωσε όπως όπως στο χαρτοφύλακα, τσαλακωμένα, ίσιωσε το σακάκι του, έκανε μεταβολή και κατέβηκε τις σκάλες. Δεν ήταν η πρώτη φορά, ούτε όμως και θα το συνήθιζε ποτέ. Το κατάπιε, έσφιξε τα χείλη, τα δόντια άρχισαν να τρίβονται ανεπαίσθητα μεταξύ τους, η φλέβα στη μέση του μετώπου πετάχτηκε, το πρόσωπο άρχισε να κοκκινίζει. Ευτυχώς ο τύπος που τον έσπρωξε και του πέταξε κάτω τα χαρτιά κοπάνησε και την πόρτα, δεν έδωσε συνέχεια. Τι να έκανε μόνος του; Να ζητούσε το δίκιο του; Θα φώναζαν πάλι την αστυνομία. Θα άρχιζαν πάλι τα «δεν επιτρέπεται η είσοδος» κλπ. Τα μάζεψε κι έφυγε.  Συνέχεια

Το μπαλάκι

της Μαρίας Νταναλάκη

Δεν είχε άλλη επιλογή, έπρεπε να πάει στο βρωμοπαρκάκι. Μεσολαβούσε κάτι λιγότερο από ώρα για να πάει τη μικρή στα αγγλικά. Κάπου στη μέση της διαδρομής προς το φροντιστήριο και με ελάχιστους επισκέπτες. Μόνο κάποιοι που έβγαζαν βόλτα τους σκύλους για να χέσουν. Ο καθένας με την ανάγκη του. Μήπως κι αυτοί δεν βρίσκονταν από ανάγκη εκεί; Αν δεν το είχαν διαλύσει με τη μάνα της, τώρα θα κάθονταν στο τραπέζι και θα έτρωγαν σαν άνθρωποι ένα πιάτο φαΐ. Άλλωστε το σπίτι τους ήταν δυο στενά παραδίπλα. Αλλά εκείνοι όχι. Έπρεπε να είναι στο δρόμο, σαν αδέσποτα. Να βολοδέρνουν με ένα ρολόι στο χέρι και να παλεύουν με αυτό τον αναθεματισμένο ήλιο. Ένιωθε τις ακτίνες του να διαπερνούν το χιλιοφορεμένο του μπλουζάκι και να του τσουρουφλίζουν το δέρμα.  Συνέχεια

Επέτειος

της Φανής Αναγνώστου

Στην επέτειό τους έκανα εμετό πάνω στον τάφο. Χωρίς σπλάχνα και αίμα πώς μπορείς να είσαι μάνα; Έπρεπε να αναλάβω την ευθύνη, ήμουν μόνο είκοσι τεσσάρων και μέσα σ’ ένα χρόνο έχασα και τους δύο. Τρία χρόνια έχουν περάσει από τότε. Δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω την αρρώστια, το κακό, δεν ήμουν έτοιμη να τους στερηθώ. Πρώτα έφυγε εκείνη, την κρατούσα στην αγκαλιά μου και τη νανούριζα με εκείνο το παιδικό τραγουδάκι που ήξερα πόσο πολύ της άρεσε, «έλα, ύπνε, και πάρε το…» και κοιμόταν για λίγο. Απροστάτευτη. Την κανάκευα, την τάιζα και της έτριβα την πλάτη. Άνοιγε τα μάτια της, που είχαν σουφρώσει απ’ τον πόνο, τόσο μικρά, και με κοίταζε, με παρακαλούσε, όμως δεν ήθελα να το δω, να την αφήσω, όταν στο τέλος μου την πήραν μέσα απ’ τα χέρια μου ένιωσα να μου ξεκολλούν τα σπλάχνα … Συνέχεια