Εδώ, στη ρωγμή του χρόνου…

 


Η στιγμή εκκίνησης της ιστορίας και
 το αναπότρεπτο της πλοκής

του Λευτέρη Γιαννακουδάκη

Ένα ερώτημα που μας απασχολεί όταν ξεκινάμε μία ιστορία είναι το «σε ποια στιγμή ξεκινάει». Ο ορισμός της «στιγμής εκκίνησης» δεν περιέχει απλώς το χρόνο με την έννοια της ώρας της ημέρας, ή ακόμα και της εποχής, αλλά περικλείει ένα ολόκληρο σύμπαν. Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι ποια στιγμή της ζωής του βασικού χαρακτήρα ξεκινάει η ιστορία και γιατί αυτή η στιγμή είναι μια μη αναστρέψιμη «ρωγμή του χρόνου»1 στη ζωή και στην αδιατάρακτη καθημερινότητά του.
Φανταστείτε ένα ξύλινο καράβι που επιπλέει σ’ ένα ποτάμι. Το καράβι έχει κουπιά, αλλά όχι μηχανή. Καθώς κινείται με το ρυθμό του ρεύματος, η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη και η κίνηση σταθερή, όσο το ρεύμα του ποταμού κινείται με σταθερή ταχύτητα. Εάν όμως σε σύντομη απόσταση ελλοχεύει ένας καταρράκτης, τότε το καράβι από ένα σημείο και μετά θα αρχίσει να κινείται με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα σε μία πορεία που θα οδηγήσει στην πτώση του. Εάν οι κωπηλάτες αντιληφθούν έγκαιρα το ρεύμα, θα καταφέρουν να αποτρέψουν την πτώση, εάν όχι, τότε αυτή  θα είναι αναπόφευκτη. Η πορεία του λογοτεχνικού ή του κινηματογραφικού χαρακτήρα είναι ακριβώς ανάλογη: παρασύρεται από το ρεύμα της πλοκής, το οποίο αντιλαμβάνεται μόνο όταν δεν μπορεί να αντιδράσει αλλιώς και οδηγείται προς την πτώση –το μοναδικό ερώτημα που μένει ανοικτό είναι αν θα καταφέρει να επιβιώσει ή αν θα γκρεμοτσακιστεί.
Η ρωγμή του χρόνου είναι το σημείο όπου ο χαρακτήρας αρχίζει να παρασύρεται στην ιστορία, με μία τέτοια δύναμη που δεν μπορεί να αντισταθεί. Εάν συμβεί πολύ νωρίς, τότε ο χαρακτήρας, όπως και το καράβι, θα μπορέσει να ξεφύγει από τη δύναμη του ρεύματος–πλοκή και τότε δεν θα υπάρχει λόγος να συνεχίσει την καταστροφική πορεία του. Οι αναγνώστες θα δυσανασχετήσουν και θα αναρωτηθούν «γιατί δεν ξεφεύγει, γιατί δεν κάνει κάτι άλλο, αφού είναι εμφανές πού θα τον οδηγήσει η ιστορία». Θα είστε υποχρεωμένοι να δώσετε μία πολύ πειστική απάντηση για να καταφέρετε να τους κρατήσετε στην ιστορία σας. Δύο επίσης σημαντικά ερωτήματα που οφείλουν να απαντηθούν είναι «γιατί σ’ αυτόν» και «γιατί τώρα».
Το πιο σημαντικό για την επιλογή της χρονικής στιγμής εκκίνησης της ιστορίας είναι να επιλέξετε μία φάση της ζωής του χαρακτήρα που να είναι ευάλωτος σε μεταβολές. Αυτό μπορεί να γίνει ορίζοντας τις αδυναμίες και τη βασική ανάγκη του. Έπειτα φέρτε τον αντιμέτωπο με τις αδυναμίες αυτές κι αναγκάστε τον να κάνει λάθη. Στο «Μαύρο τραγούδι της Μασσαλίας» του Ζαν Κλωντ Ιζζό, ο βασικός ήρωας, Φαμπιό Μοντάλ, έχει ως βασική αδυναμία τον εγωισμό του και την ανικανότητα να παραδεχτεί τα λάθη του και να ζητήσει συγγνώμη. Περιμένει πάντα από τους άλλους να κάνουν το πρώτο βήμα. Όταν επιστρέφει ο παλιός του φίλος, Ουγκό, κι ενώ θα μπορούσε να του μιλήσει και να τον προστατεύσει, δεν το κάνει. Τον παρακολουθεί από απόσταση, όπως από απόσταση παρακολουθεί την ίδια τη ζωή του. Βρίσκεται σε μία δουλειά που δεν τον γεμίζει και δεν μπορεί να δεθεί ερωτικά με καμία γυναίκα, ακόμα και με τον μεγάλο του έρωτα, τη Λολ. Εκείνη τη στιγμή που ο ήρωας είναι ευάλωτος, αντιμέτωπος με το παρελθόν στο οποίο είναι προσκολλημένος, αν και αποζητά να ξεφύγει (οι ήρωές μας, όπως κι εμείς, είναι γεμάτοι αντιφάσεις) ξεκινά η ιστορία με τον πλέον δυναμικό τρόπο: ο παλιός του φίλος σκοτώνεται. Πολύ γρήγορα σκοτώνεται και μία κοπέλα που ήταν ερωτευμένη μαζί του, η Λεϊλά και την οποία ο Φαμπιό δεν αφέθηκε να αγαπήσει. Ο Μοντάλ έρχεται αντιμέτωπος με τις αδυναμίες του και κατατρύχεται από τύψεις –αν του είχε μιλήσει πώς θα είχαν πάει τα πράγματα, αν είχε αποδεχτεί τον έρωτα η κοπέλα θα ζούσε– και πλέον είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει το δολοφόνο του Ουγκό, της Λεϊλά, αλλά και του άλλου παλιού του φίλου, του Μανού. Η ρωγμή του χρόνου στη ζωή του Φαμπιό είναι οριστική και δεν θα μπορέσει ποτέ να γυρίσει πίσω: θα επιβιώσει προσωρινά, αλλά τα τραύματά του θα είναι ανεπανόρθωτα, θα παραιτηθεί από την αστυνομία, χάνοντας κάθε πίστη του σ’ αυτή και θα βιώσει την αδυναμία απέναντι στο θάνατο σαν ένα πλήγμα που θα τον στοιχειώσει έως το δικό του θάνατο. Κατά κάποιο τρόπο σ’ αυτόν τον χαρακτήρα «αξίζει» να ζήσει αυτή την ιστορία.
Εκτός από τη στιγμή της ζωής του χαρακτήρα, σημασία έχει και η επιλογή του χρόνου με την πραγματολογική  του έννοια: πόσων χρονών είναι ο χαρακτήρας, αλλά και τι εποχή είναι, ποια μέρα, ποια ώρα της ημέρας, όλα έχουν σημασία και είναι καλό να οριστούν. Μην ξεχνάμε ότι ο αναγνώστης λειτουργεί με συλλογισμούς και με εικόνες. Μια δυνατή εικόνα που ταιριάζει με την κατάσταση του ήρωα δημιουργεί ατμόσφαιρα και αναγκάζει τον αναγνώστη να την οραματιστεί, να την αναγνωρίσει και να εισχωρήσει σε αυτήν, οδηγώντας στο πολυπόθητο αποτέλεσμα που είναι να τον κάνουμε να κατανοήσει και, έως ένα σημείο, να ταυτιστεί με τον βασικό μας χαρακτήρα.  Κάτι αντίστοιχο κάνει και ο Άγγελος Τερζάκης όταν ξεκινάει τη «Μενεξεδένια Πολιτεία» με τον εξής τρόπο: «Εκεί, κατά τις πέντε, ο Γιάννης ο Μαρούκης μπήκε πάλι στο καφενείο της μικρής πλατείας. Πάλι. Είχε πάει και το πρωί στις εννιά, και το μεσημέρι στις δώδεκα παρά κάτι, και τ’ απομεσήμερο στις δύο. Κάθισε στην ίδια πάλι θέση, εκεί στο βάθος, αριστερά στη γωνιά, και συλλογίστηκε μ’ αχνό χαμόγελο: «Συνηθίζω και τις γωνιές τώρα, και τις γωνιές!» Έτσι, πάντα του, είχε την αίσθηση της πραγματικότητας και μονάχα που δεν μπορούσε ν’ αλλάξει συνήθειες ποτέ». Με την επανάληψη του χρόνου «στις εννιά, κατά τις δώδεκα παρά κάτι, στις δύο» χτίζει έξυπνα το βασικό δεδομένο που είναι απαραίτητο για την εκκίνηση της ιστορίας: ο Μαρούκης μπορεί να πηγαίνει τρεις φορές έως το μεσημέρι στο καφενείο, γιατί είναι άνεργος. Αμέσως μετά δίνει τη βασική του αδυναμία: τη συνήθεια. Ο Μαρούκης συνηθίζει τα πάντα, «και τις γωνιές», γι’ αυτό είναι ευάλωτος, γι’ αυτό δεν μπορεί να προχωρήσει τη ζωή του. Είναι ένας ήρωας που, χωρίς να ξέρουμε κάτι γι’ αυτόν, μπορούμε να τον καταλάβουμε, ποιος δεν έχει έρθει αντιμέτωπος με την δύναμη της συνήθειας, είναι  η κατάλληλη στιγμή και το κατάλληλο στήσιμο για μία «ρωγμή του χρόνου» στη ζωή του Μαρούκη.
Εάν η ρωγμή του χρόνου είναι το σημείο που ξεκινάει η ιστορία, τότε το γεγονός που την προκαλεί, το δραματικό γεγονός, πρέπει να είναι κάτι αντίστοιχα δυνατό, «του Ηρώδη το μαχαίρι», η «Χιροσίμα» ή του «Ουλιάνωφ το μειδίαμα»,2 αλλά γι’ αυτό θα μιλήσουμε σε κάποιο επόμενο κείμενο.


1. Ο τίτλος προέρχεται από το ομώνυμο τραγούδι του Νίκου Ξυδάκη, σε στίχους Μανώλη Ρασούλη.
2. Στίχοι από το προαναφερόμενο τραγούδι.

 

Σχολιάστε