Ξεσκάλιζες αφηρημένος το τσιμπούκι σου

της Μάρθας Λυρώνη

Ξεσκάλιζες αφηρημένος το τσιμπούκι σου
κι όλο βημάτιζες απάνω στην κουβέρτα,
σπάνιο ανάστημα ανάμεσα στα κνώδαλα,
που σέρνονται σε δεξιώσεις και κοντσέρτα.

Πάντα ανήσυχο και σιωπηλό το βλέμμα σου
χωρίς καμία φανερή για μένα αιτία.
Ένα μπλοκάκι σε συνόδευε στη βόλτα σου,
και μία θλίψη από αβάσταχτη αμαρτία.

Ένα πρωί συναντηθήκαμε στο όνειρο
και εγώ ζητούσα μία φορά να μου γελάσεις,
επιθυμία τελευταία είχα μέσα μου
μην τύχει και ποτέ σου με ξεχάσεις.

Έπειτα πιάσαμε Μαρσίγια κι αναχώρησα
μ’ όλο το τσούρμο για φρικτή μου συνοδεία,
έμεινε ανάμνηση του τελευταίου ταξιδιού,
παρηγοριά μια νοητή φωτογραφία.

Σχολιάστε